1 Foi Booz à porta da cidade e sentou-se ali. Vendo passar o homem que tinha o direito de resgate, do qual falara, chamou-o e disse-lhe: Vem cá um pouco; senta-te aqui. O homem veio sentou-se.
2 Escolhendo então Booz dez homens dentre os anciãos da cidade, disse-lhes: Sentai-vos aqui.
3 Estando eles sentados, Booz dirigiu-se ao parente próximo, falando-lhe neste termos. Noêmi, que voltou da terra de Moab, está para vender a parte no campo que pertencia ao nosso parente Elimelec.
4 Eu quis informar-te disto e propor-te que a compres diante dos anciãos do meu povo aqui presentes. Se queres usar do teu direito de resgate, faze-o; do contrário, dize-mo, para que eu saiba o que devo fazer, porque vens em primeiro lugar, mas depois de ti é a mim que cabe esse direito. Eu quero usar do meu direito, respondeu o homem.
5 Comprando essa terra da mão de Noêmi, continuou Booz, adquires ao mesmo tempo Rute, a moabita, mulher do defunto para conservar o nome do defunto, em sua herança.
6 Nesse caso, respondeu aquele homem, não a posso resgatar por minha própria conta, porque isto viria prejudicar o meu patrimônio. Usa tu do meu privilégio, porque não o posso fazer.
7 Era outrora costume em Israel, nos casos de resgate ou de sub-rogação, que o homem tirasse o calçado e o desse ao outro para validade da transação; isso servia de ratificação.
8 O parente próximo disse, pois, a Booz: Compra-a para ti, e tirou o calçado.
9 Booz disse aos anciãos e a todo o povo: Vós sois hoje testemunhas de que comprei da mão de Noêmi tudo o que pertencia a Elimelec, a Quelion e a Maalon.
10 Com isto adquiro ao mesmo tempo Rute, a moabita, por mulher, viúva de Maalon, para conservar o nome do defunto em sua herança, e para que esse nome não se apague de entre os seus parentes e no povo da cidade. Disso sois hoje testemunhas.
11 Então todo o povo que estava na porta e todos os anciãos responderam: Somos testemunhas! O Senhor torne essa mulher que entra na tua casa semelhante a Raquel e a Lia, que fundaram a casa de Israel! Sê feliz em Efrata, adquire um nome em Belém!
12 Que a tua casa se torne como a casa de Farés, que Tamar deu à luz a Judá, pela posteridade que te der o Senhor por esta jovem.
13 Booz tomou, pois, Rute, que se tornou sua mulher. Aproximou-se dela, e o Senhor concedeu-lhe a graça de conceber e dar à luz um filho.
14 As mulheres diziam a Noêmi: Bendito seja Deus, que não te recusou um libertador neste dia. Que o teu nome seja um dia célebre em Israel!
15 Ele te dará a vida e será o sustentáculo de tua velhice, porque tua nora, aquela que o gerou é que te ama e é para ti mais preciosa que sete filhos!
16 Noêmi, tomando o menino, pô-lo no seu regaço, e fazia-lhe as vezes de ama.
17 Suas vizinhas deram-lhe nome, dizendo: Nasceu um filho a Noêmi. E chamaram ao menino Obed. Este foi pai de Isaí e avô de Davi.
18 Esta é a posteridade de Farés: Farés gerou Esron;
19 Esron gerou Rão; Rão gerou Aminadab;
20 Aminadab gerou Naasson; Naasson gerou Salmon;
21 Salmon gerou Booz; Booz gerou Obed;
22 Obed gerou Isaí; Isaí gerou Davi.
1 Και ανεβη ο Βοοζ εις την πυλην και εκαθισεν εκει· και ιδου, διεβαινεν ο συγγενης, περι του οποιου ωμιλησεν ο Βοοζ. Και ειπεν, Ω συ, στρεψον, καθισον ενταυθα. Και εστραφη και εκαθισε.
2 Και ελαβεν ο Βοοζ δεκα ανδρας εκ των πρεσβυτερων της πολεως, και ειπε, Καθισατε ενταυθα. Και εκαθισαν.
3 Και ειπε προς τον συγγενη, Η Ναομι, η επιστρεψασα εκ γης Μωαβ, πωλει το μεριδιον του αγρου, το οποιον ητο του αδελφου ημων Ελιμελεχ·
4 και εγω ειπα να σε ειδοποιησω, λεγων, Αγορασον αυτο εμπροσθεν των κατοικων και εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου· εαν θελης να εξαγορασης αυτο ως συγγενης, εξαγορασον· αλλ' εαν δεν θελης να εξαγορασης αυτο, ειπε προς εμε, δια να εξευρω· διοτι δεν ειναι αλλος να εξαγοραση αυτο ως συγγενης παρα συ· και εγω ειμαι μετα σε. Ο δε ειπεν, Εγω θελω εξαγορασει αυτο.
5 Και ειπεν ο Βοοζ, Καθ' ην ημεραν αγορασης τον αγρον εκ της χειρος της Ναομι, πρεπει να λαβης και την Ρουθ την Μωαβιτιν, γυναικα του αποθανοντος, δια να αναστησης το ονομα του αποθανοντος επι της κληρονομιας αυτου.
6 Και ειπεν ο συγγενης, Δεν δυναμαι να εκπληρωσω το χρεος το συγγενικον, μηποτε φθειρω την κληρονομιαν μου· εκπληρωσον συ το χρεος μου το συγγενικον, διοτι δεν δυναμαι εγω να εκπληρωσω αυτο.
7 Ουτος δε ητο ο τροπος το παλαι εν τω Ισραηλ περι του δικαιωματος της συγγενειας και περι της απαλλοτριωσεως, δια να βεβαιουται πας λογος· ο ανθρωπος λυων το υποδημα αυτου, εδιδεν εις τον πλησιον αυτου· και τουτο ητο μαρτυρια εν τω Ισραηλ.
8 Δια τουτο ειπεν ο συγγενης προς τον Βοοζ, Αγορασον αυτο εις σεαυτον. Και ελυσε το υποδημα αυτου.
9 Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τους πρεσβυτερους και παντα τον λαον, Μαρτυρες εισθε σημερον, οτι ηγορασα παντα τα του Ελιμελεχ και παντα τα του Χελαιων και Μααλων, εκ της χειρος της Ναομι·
10 και προσετι, την Ρουθ την Μωαβιτιν την γυναικα του Μααλων, ελαβον εις εμαυτον δια γυναικα, δια να αναστησω το ονομα του αποθανοντος επι της κληρονομιας αυτου, δια να μη εξαλειφθη το ονομα του αποθανοντος εκ των αδελφων αυτου και εκ της πολεως της κατοικιας αυτου· μαρτυρες εισθε σημερον.
11 Και πας ο λαος ο εν τη πυλη και οι πρεσβυτεροι ειπαν, Μαρτυρες· ο Κυριος να καμη την γυναικα, ητις εισερχεται εις τον οικον σου, ως την Ραχηλ και ως την Λειαν, αιτινες ωκοδομησαν αμφοτεραι τον οικον Ισραηλ· και ισχυε εν Εφραθα και εσο περιφημος εν Βηθλεεμ·
12 και ας γεινη ο οικος σου ως ο οικος του Φαρες, τον οποιον εγεννησεν η Θαμαρ εις τον Ιουδαν, εκ του σπερματος το οποιον ο Κυριος θελει δωσει εις σε εκ της νεας ταυτης.
13 Και ελαβεν ο Βοοζ την Ρουθ, και εγεινε γυνη αυτου· και οτε εισηλθε προς αυτην, ο Κυριος εδωκεν εις αυτην συλληψιν, και εγεννησεν υιον.
14 Και ειπαν αι γυναικες προς την Ναομι, Ευλογητος ο Κυριος, οστις σημερον δεν σε απεστερησε συγγενους, ωστε το ονομα αυτου να καληται εν τω Ισραηλ·
15 και ουτος θελει εισθαι εις σε αναψυχωτης της ζωης και θελει θρεψει την πολιαν σου· διοτι εγεννησεν αυτον η νυμφη σου, ητις σε αγαπα, ητις ειναι εις σε καλητερα παρα επτα υιους.
16 Τοτε ελαβεν η Ναομι το παιδιον και εθεσεν αυτο εις τον κολπον αυτης και εγεινεν εις αυτο τροφος.
17 Και αι γειτονες εδωκαν εις αυτο ονομα, λεγουσαι, Υιος εγεννηθη εις την Ναομι· και εκαλεσαν το ονομα αυτου Ωβηδ· ουτος ειναι ο πατηρ του Ιεσσαι πατρος του Δαβιδ.
18 Και αυτη ειναι η γενεαλογια του Φαρες· ο Φαρες εγεννησε τον Εσρων,
19 Εσρων δε εγεννησε τον Αραμ, Αραμ δε εγεννησε τον Αμιναδαβ,
20 Αμιναδαβ δε εγεννησε τον Ναασσων, Ναασσων δε εγεννησε τον Σαλμων,
21 Σαλμων δε εγεννησε τον Βοοζ, Βοοζ δε εγεννησε τον Ωβηδ,
22 Ωβηδ δε εγεννησε τον Ιεσσαι, και ο Ιεσσαι εγεννησε τον Δαβιδ.