1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Junto de vós, Senhor, me refugio. Não seja eu confundido para sempre; por vossa justiça, livrai-me!
2 Inclinai para mim vossos ouvidos, apressai-vos em me libertar. Sede para mim uma rocha de refúgio, uma fortaleza bem armada para me salvar.
3 Pois só vós sois minha rocha e fortaleza: haveis de me guiar e dirigir, por amor de vosso nome.
4 Vós me livrareis das ciladas que me armaram, porque sois minha defesa.
5 Em vossas mãos entrego meu espírito; livrai-me, ó Senhor, Deus fiel.
6 Detestais os que adoram ídolos vãos. Eu, porém, confio no Senhor.
7 Exultarei e me alegrarei pela vossa compaixão, porque olhastes para minha miséria e ajudastes minha alma angustiada.
8 Não me entregastes às mãos do inimigo, mas alargastes o caminho sob meus pés.
9 Tende piedade de mim, Senhor, porque vivo atribulado, de tristeza definham meus olhos, minha alma e minhas entranhas.
10 Realmente, minha vida se consome em amargura, e meus anos em gemidos. Minhas forças se esgotaram na aflição, mirraram-se os meus ossos.
11 Tornei-me objeto de opróbrio para todos os inimigos, ludíbrio dos vizinhos e pavor dos conhecidos. Fogem de mim os que me vêem na rua.
12 Fui esquecido dos corações como um morto, fiquei rejeitado como um vaso partido.
13 Sim, eu ouvi o vozerio da multidão; em toda parte, o terror! Conspirando contra mim, tramam como me tirar a vida.
14 Mas eu, Senhor, em vós confio. Digo: Sois vós o meu Deus.
15 Meu destino está nas vossas mãos. Livrai-me do poder de meus inimigos e perseguidores.
16 Mostrai semblante sereno ao vosso servo, salvai-me pela vossa misericórdia.
17 Senhor, não fique eu envergonhado, porque vos invoquei: Confundidos sejam os ímpios e, mudos, lançados na região dos mortos.
18 Fazei calar os lábios mentirosos que falam contra o justo com insolência, desprezo e arrogância.
19 Quão grande é, Senhor, vossa bondade, que reservastes para os que vos temem e com que tratais aos que se refugiam em vós, aos olhos de todos.
20 Sob a proteção de vossa face os defendeis contra as conspirações dos homens. Vós os ocultais em vossa tenda contra as línguas maldizentes.
21 Bendito seja o Senhor, que usou de maravilhosa bondade, abrigando-me em cidade fortificada.
22 Eu, porém, tinha dito no meu temor: Fui rejeitado de vossa presença. Mas ouvistes antes o brado de minhas súplicas, quando clamava a vós.
23 Amai o Senhor todos os seus servos! Ele protege os que lhe são fiéis. Sabe, porém, retribuir, castigando com rigor aos que procedem com soberba.
24 Animai-vos e sede fortes de coração todos vós, que esperais no Senhor.
1 Επι σε, Κυριε, ηλπισα ας μη καταισχυνθω εις τον αιωνα· εν τη δικαιοσυνη σου σωσον με.
2 Κλινον εις εμε το ωτιον σου· ταχυνον να με ελευθερωσης· γενου εις εμε ισχυρος βραχος· οικος καταφυγης, δια να με σωσης.
3 Διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι· και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησον με και διαθρεψον με.
4 Εκβαλε με εκ της παγιδος, την οποιαν εκρυψαν δι' εμε· διοτι εισαι η δυναμις μου.
5 Εις τας χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου· συ με ελυτρωσας, Κυριε ο Θεος της αληθειας.
6 Εμισησα τους προσεχοντας εις τας ματαιοτητας του ψευδους· εγω δε επι τον Κυριον ελπιζω.
7 Θελω αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις το ελεος σου· διοτι ειδες την θλιψιν μου, εγνωρισας την ψυχην μου εν στενοχωριαις,
8 και δεν με συνεκλεισας εις την χειρα του εχθρου· εστησας εν ευρυχωρια τους ποδας μου.
9 Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι εν θλιψει· εμαρανθη απο της λυπης ο οφθαλμος μου, η ψυχη μου και η κοιλια μου.
10 Διοτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις· ησθενησεν απο ταλαιπωριας μου η δυναμις μου, και τα οστα μου κατεφθαρησαν.
11 Εις παντας τους εχθρους μου εγεινα ονειδος και εις τους γειτονας μου σφοδρα, και φοβος εις τους γνωστους μου· οι βλεποντες με εξω εφευγον απ' εμου.
12 Ελησμονηθην απο της καρδιας ως νεκρος· εγεινα ως σκευος συντετριμμενον.
13 Διοτι ηκουσα τον ονειδισμον πολλων· φοβος ητο πανταχοθεν· οτε συνεβουλευθησαν κατ' εμου· εμηχανευθησαν να αφαιρεσωσι την ζωην μου.
14 Αλλ' εγω επι σε, Κυριε, ηλπισα· ειπα, συ εισαι ο Θεος μου.
15 Εις τας χειρας σου ειναι οι καιροι μου· λυτρωσον με εκ χειρος των εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με.
16 Επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου· σωσον με εν τω ελεει σου.
17 Κυριε, ας μη καταισχυνθω, διοτι σε επεκαλεσθην· ας καταισχυνθωσιν οι ασεβεις, ας σιωπησωσιν εν τω αδη.
18 Αλαλα ας γεινωσι τα χειλη τα δολια, τα λαλουντα σκληρως κατα του δικαιου εν υπερηφανια και καταφρονησει.
19 Ποσον μεγαλη ειναι η αγαθοτης σου, την οποιαν εφυλαξας εις τους φοβουμενους σε και ενηργησας εις τους ελπιζοντας επι σε εμπροσθεν των υιων των ανθρωπων.
20 Θελεις κρυψει αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο της αλαζονειας των ανθρωπων· θελεις κρυψει αυτους εν σκηνη απο της αντιλογιας των γλωσσων.
21 Ευλογητος ο Κυριος, διοτι εθαυμαστωσε το ελεος αυτου προς εμε εν πολει οχυρα.
22 Εγω δε ειπα εν τη εκπληξει μου, Απερριφθην απ' εμπροσθεν των οφθαλμων σου· πλην συ ηκουσας της φωνης των δεησεων μου, οτε εβοησα προς σε.
23 Αγαπησατε τον Κυριον, παντες οι οσιοι αυτου· ο Κυριος φυλαττει τους πιστους, και ανταποδιδει περισσως εις τους πραττοντας την υπερηφανιαν.
24 Ανδριζεσθε, και ας κραταιωθη η καρδια σας, παντες οι ελπιζοντες επι Κυριον.