1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Feliz quem se lembra do necessitado e do pobre, porque no dia da desgraça o Senhor o salvará.
2 O Senhor há de guardá-lo e o conservará vivo, há de torná-lo feliz na terra e não o abandonará à mercê de seus inimigos.
3 O Senhor o assistirá no leito de dores, e na sua doença o reconfortará.
4 Quanto a mim, eu vos digo: Piedade para mim, Senhor; sarai-me, porque pequei contra vós.
5 Meus inimigos falam de mim maldizendo: Quando há de morrer e se extinguir o seu nome?
6 Se alguém me vem visitar, fala hipocritamente. Seu coração recolhe calúnias e, saindo fora, se apressa em divulgá-las.
7 Todos os que me odeiam murmuram contra mim, e só procuram fazer-me mal.
8 Um mal mortal, dizem eles, o atingiu; ei-lo deitado, para não mais se levantar.
9 Até o próprio amigo em que eu confiava, que partilhava do meu pão, levantou contra mim o calcanhar.
10 Ao menos vós, Senhor, tende piedade de mim; erguei-me, para eu lhes dar a paga que merecem.
11 Nisto verei que me sois favorável, se meu inimigo não triunfar de mim.
12 Vós, porém, me conservareis incólume, e na vossa presença me poreis para sempre.
13 Bendito seja o Senhor, Deus de Israel, de eternidade em eternidade! Assim seja! Assim seja!
1 Μακαριος ο επιβλεπων εις τον πτωχον· εν ημερα θλιψεως θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.
2 Ο Κυριος θελει φυλαξει αυτον και διατηρησει την ζωην αυτου· μακαριος θελει εισθαι επι της γης· και δεν θελεις παραδωσει αυτον εις την επιθυμιαν των εχθρων αυτου.
3 Ο Κυριος θελει ενδυναμονει αυτον επι της κλινης της ασθενειας· εν τη αρρωστια αυτου συ θελεις στρονει ολην την κλινην αυτου.
4 Εγω ειπα, Κυριε, ελεησον με· ιασαι την ψυχην μου, διοτι ημαρτον εις σε.
5 Οι εχθροι μου λεγουσι κακα περι εμου, Ποτε θελει αποθανει, και θελει απολεσθη το ονομα αυτου;
6 Και εαν τις ερχηται να με ιδη, ομιλει ματαιοτητα· η καρδια αυτου συναγει εις εαυτην ανομιαν· εξελθων εξω, λαλει αυτην.
7 Κατ' εμου ψιθυριζουσιν ομου παντες οι μισουντες με· κατ' εμου διαλογιζονται κακα λεγοντες,
8 Πραγμα κακον εκολληθη εις αυτον· και κατακοιτος ων δεν θελει πλεον σηκωθη.
9 Και αυτος ο ανθρωπος, μετα του οποιου εζων ειρηνικως, επι τον οποιον ηλπισα, οστις ετρωγε τον αρτον μου, εσηκωσεν επ' εμε πτερναν.
10 Αλλα συ, Κυριε, ελεησον με και αναστησον με, και θελω ανταποδωσει εις αυτους.
11 Εκ τουτου γνωριζω οτι συ με ευνοεις, επειδη δεν θριαμβευει κατ' εμου ο εχθρος μου.
12 Εμε δε, συ με εστηριξας εις την ακεραιοτητα μου, και με εστερεωσας ενωπιον σου εις τον αιωνα.
13 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, απ' αιωνος και εως αιωνος. Αμην και αμην.