1 Ao mestre de canto. Hino de Davi. Quando Doeg, o idumeu, veio dizer a Saul: Davi entrou na casa de Aquimelec. Por que te glorias de tua malícia, ó infame prepotente?
2 Continuamente maquinas a perdição; tua língua é afiada navalha, tecedora de enganos.
3 Tu preferes o mal ao bem, a mentira à lealdade.
4 Só gostas de palavras perniciosas, ó língua pérfida!
5 Por isso Deus te destruirá, há de te excluir para sempre; ele te expulsará de tua tenda, e te extirpará da terra dos vivos.
6 Vendo isto, tomados de medo, os justos zombarão de ti, dizendo:
7 Eis o homem que não tomou a Deus por protetor, mas esperou na multidão de suas riquezas e se prevaleceu de seus próprios crimes.
8 Eu sou, porém, como a virente oliveira na casa de Deus: confio na misericórdia de Deus para sempre.
9 Louvar-vos-ei eternamente pelo que fizestes e cantarei vosso nome, na presença de vossos fiéis, porque é bom.
1 Τι καυχασαι εις την κακιαν, δυνατε; το ελεος του Θεου διαμενει εις τον αιωνα.
2 Η γλωσσα σου μελετα κακιας· ως ξυραφιον ηκονημενον εργαζεται δολον.
3 Ηγαπησας το κακον μαλλον παρα το αγαθον, το ψευδος παρα να λαλης δικαιοσυνην. Διαψαλμα.
4 Ηγαπησας παντας τους λογους του αφανισμου, γλωσσαν δολιαν.
5 Δια τουτο ο Θεος θελει σε εξολοθρευσει διαπαντος· θελει σε αποσπασει και σε μετατοπισει εκ της σκηνης σου, και θελει σε εκριζωσει εκ γης ζωντων. Διαψαλμα.
6 Και οι δικαιοι θελουσιν ιδει και φοβηθη· και θελουσι γελασει επ' αυτον λεγοντες,
7 Ιδου, ο ανθρωπος, οστις δεν εθεσε τον Θεον δυναμιν αυτου. αλλ' ηλπισεν επι το πληθος του πλουτου αυτου και επεστηριζετο επι την πονηριαν αυτου.
8 Εγω δε θελω εισθαι ως ελαια ακμαζουσα εν τω οικω του Θεου· ελπιζω επι το ελεος του Θεου εις τον αιωνα του αιωνος.
9 Θελω σε δοξολογει παντοτε, διοτι εκαμες ουτω· και θελω ελπιζει επι το ονομα σου, διοτι ειναι αγαθον εμπροσθεν των οσιων σου.