1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Ouvi, Senhor, minha lastimosa voz. Do terror do inimigo protegei a minha vida,
2 preservai-me da conspiração dos maus, livrai-me da multidão dos malfeitores.
3 Eles aguçam suas línguas como espadas, desferem como flechas palavras envenenadas,
4 para atirarem, do esconderijo, sobre o inocente, a fim de feri-lo de improviso, não temendo nada.
5 Obstinam-se em seus maus desígnios, concertam, às ocultas, como armar seus laços, dizendo: Quem é que nos verá?
6 Planejam crimes e ocultam os seus planos; insondáveis são o espírito e o coração de cada um deles.
7 Mas Deus os atinge com as suas setas, eles são feridos de improviso.
8 Sua própria língua lhes preparou a ruína. Meneiam a cabeça os que os vêem.
9 Tomados de temor, proclamam ser obra de Deus, e reconhecem o que ele fez.
10 Alegra-se o justo no Senhor e nele confia. E triunfam todos os retos de coração.
1 Ακουσον, Θεε, της φωνης μου εν τη δεησει μου· απο του φοβου του εχθρου φυλαξον την ζωην μου.
2 Σκεπασον με απο συμβουλιου πονηρων, απο φρυαγματος εργαζομενων ανομιαν·
3 οιτινες ακονωσιν ως ρομφαιαν την γλωσσαν αυτων· ετοιμαζουσιν ως βελη λογους πικρους,
4 δια να τοξευωσι κρυφιως τον αμεμπτον· εξαιφνης τοξευουσιν αυτον και δεν φοβουνται.
5 Στερεουνται επι πονηρου πραγματος· μελετωσι να κρυπτωσι παγιδας, λεγοντες, Τις θελει ιδει αυτους;
6 Ανιχνευουσιν ανομιας· απεκαμον ανιχνευοντες επιμελως· εκαστου δε τα εντος και η καρδια ειναι βυθος.
7 Αλλ' ο Θεος θελει τοξευσει αυτους· απο αιφνιδιου βελους θελουσιν εισθαι αι πληγαι αυτων.
8 Και οι λογοι της γλωσσης αυτων θελουσι πεσει επ' αυτου· θελουσι φευγει παντες οι βλεποντες αυτους.
9 Και θελει φοβηθη πας ανθρωπος, και θελουσι διηγηθη το εργον του Θεου και εννοησει τας εργασιας αυτου.
10 Ο δικαιος θελει ευφρανθη εις τον Κυριον και θελει ελπιζει επ' αυτον· και θελουσι καυχασθαι παντες οι ευθεις την καρδιαν.