1 Ao mestre de canto. Cântico. Salmo. Aclamai a Deus, toda a terra,
2 Cantai a glória de seu nome, rendei-lhe glorioso louvor.
3 Dizei a Deus: Vossas obras são estupendas! Tal é o vosso poder que os próprios inimigos vos glorificam.
4 Diante de vós se prosterne toda a terra, e cante em vossa honra a glória de vosso nome.
5 Vinde contemplar as obras de Deus: ele fez maravilhas entre os filhos dos homens.
6 Mudou o mar em terra firme; atravessaram o rio a pé enxuto; eis o motivo de nossa alegria.
7 Domina pelo seu poder para sempre, seus olhos observam as nações pagãs; que os rebeldes não levantem a cabeça.
8 Bendizei, ó povos, ao nosso Deus, publicai seus louvores.
9 Foi ele quem conservou a vida de nossa alma, e não permitiu resvalassem nossos pés.
10 Pois vós nos provastes, ó Deus, acrisolastes-nos como se faz com a prata.
11 Deixastes-nos cair no laço, carga pesada pusestes em nossas costas.
12 Submetestes-nos ao jugo dos homens, passamos pelo fogo e pela água; mas, por fim, nos destes alívio.
13 É, pois, com holocaustos que entrarei em vossa casa, pagarei os votos que fiz para convosco,
14 votos proferidos pelos meus lábios, quando me encontrava na tribulação.
15 Oferecerei em holocausto as mais belas ovelhas, com os mais gordos carneiros; imolarei touros e cabritos.
16 Vinde, ouvi vós todos que temeis ao Senhor. Eu vos narrarei quão grandes coisas Deus fez à minha alma.
17 Meus lábios o invocaram, com minha língua o louvei.
18 Se eu intentasse no coração o mal, não me teria ouvido o Senhor.
19 Mas Deus me ouviu; atendeu a voz da minha súplica.
20 Bendito seja Deus que não rejeitou a minha oração, nem retirou de mim a sua misericórdia.
1 Αλαλαξατε εις τον Θεον, πασα η γη.
2 Ψαλατε την δοξαν του ονοματος αυτου· καμετε ενδοξον τον υμνον αυτου.
3 Ειπατε προς τον Θεον, Ποσον ειναι φοβερα τα εργα σου δια το μεγεθος της δυναμεως σου, υποκρινονται υποταγην εις σε οι εχθροι σου.
4 Πασα η γη θελει σε προσκυνει και ψαλμωδει εις σε· θελουσι ψαλμωδει το ονομα σου. Διαψαλμα.
5 Ελθετε και ιδετε τα εργα του Θεου· ειναι φοβερος εις τας πραξεις προς τους υιους των ανθρωπων.
6 Μετεβαλε την θαλασσαν εις ξηραν· πεζοι διεβησαν δια του ποταμου· εκει ευφρανθημεν εις αυτον.
7 Δια της δυναμεως αυτου δεσποζει εις τον αιωνα· οι οφθαλμοι αυτου επιβλεπουσιν επι τα εθνη· οι αποσταται ας μη υψονωσιν εαυτους. Διαψαλμα.
8 Ευλογειτε, λαοι, τον Θεον ημων, και καμετε να ακουσθη η φωνη της αινεσεως αυτου·
9 οστις διαφυλαττει εν ζωη την ψυχην ημων και δεν αφινει να κλονιζωνται οι ποδες ημων.
10 Διοτι συ ηρευνησας ημας, Θεε· εδοκιμασας ημας, ως δοκιμαζεται το αργυριον.
11 Ενεβαλες ημας εις το δικτυον· εθεσας βαρυ φορτιον επι τα νωτα ημων.
12 Επεβιβασας ανθρωπους επι τας κεφαλας ημων· διηλθομεν δια πυρος και υδατος· και εξηγαγες ημας εις αναψυχην.
13 Θελω εισελθει εις τον οικον σου με ολοκαυτωματα· θελω σοι αποδωσει τας ευχας μου,
14 τας οποιας επροφεραν τα χειλη μου, και ελαλησε το στομα μου, εν τη θλιψει μου.
15 Παχεα ολοκαυτωματα κριων θελω σοι προσφερει μετα θυμιαματος· θελω προσφερει βοας μετα τραγων. Διαψαλμα.
16 Ελθετε, ακουσατε, παντες οι φοβουμενοι τον Θεον· και θελω διηγηθη οσα εκαμεν εις την ψυχην μου.
17 Προς αυτον εβοησα δια του στοματος μου, και υψωθη δια της γλωσσης μου.
18 Εαν εθεωρουν αδικιαν εν τη καρδια μου, ο Κυριος δεν ηθελεν ακουσει·
19 αλλ' ο Θεος βεβαιως εισηκουσεν· επροσεξεν εις την φωνην της προσευχης μου.
20 Ευλογητος ο Θεος, οστις δεν απεμακρυνε την προσευχην μου και το ελεος αυτου απ' εμου.