1 Τοτε ελαλησεν ο Σολομων, Ο Κυριος ειπεν οτι θελει κατοικει εν γνοφω·
2 αλλ' εγω ωκοδομησα εις σε οικον κατοικησεως και τοπον δια να κατοικης αιωνιως.
3 Και στρεψας ο βασιλευς το προσωπον αυτου, ευλογησε πασαν την συναγωγην του Ισραηλ· πασα δε η συναγωγη του Ισραηλ ιστατο.
4 Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εξετελεσε δια των χειρων αυτου εκεινο το οποιον ελαλησε δια του στοματος αυτου προς Δαβιδ τον πατερα μου, λεγων,
5 Αφ' ης ημερας εξηγαγον τον λαον μου εκ γης Αιγυπτου, δεν εξελεξα απο πασων των φυλων του Ισραηλ ουδεμιαν πολιν, δια να οικοδομηθη οικος, ωστε να ηναι το ονομα μου εκει· ουδε εξελεξα ανδρα, δια να ηναι κυβερνητης επι τον λαον μου Ισραηλ·
6 αλλ' εξελεξα την Ιερουσαλημ, δια να ηναι το ονομα μου εκει· και εξελεξα τον Δαβιδ, δια να ηναι επι τον λαον μου Ισραηλ.
7 Και ηλθεν εις την καρδιαν Δαβιδ του πατρος μου να οικοδομηση οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
8 Αλλ' ο Κυριος ειπε προς Δαβιδ τον πατερα μου, Επειδη ηλθεν εις την καρδιαν σου να οικοδομησης οικον εις το ονομα μου, καλως μεν εκαμες οτι συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου·
9 πλην συ δεν θελεις οικοδομησει τον οικον· αλλ' ο υιος σου, οστις θελει εξελθει εκ της οσφυος σου, ουτος θελει οικοδομησει τον οικον εις το ονομα μου.
10 Ο Κυριος λοιπον επληρωσε τον λογον αυτου τον οποιον ελαλησε· και εγω ανεστην αντι Δαβιδ του πατρος μου και εκαθησα επι του θρονου του Ισραηλ, καθως ελαλησε Κυριος, και ωκοδομησα τον οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ·
11 και εθεσα εκει την κιβωτον, εν η κειται η διαθηκη του Κυριου, την οποιαν εκαμε προς τους υιους Ισραηλ.
12 Και σταθεις ο Σολομων εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, εξετεινε τας χειρας αυτου·
13 διοτι ο Σολομων εκαμε βασιν χαλκινην, εχουσαν πεντε πηχων μηκος, και πεντε πηχων πλατος, και τριων πηχων υψος· και εθεσεν αυτην εν τω μεσω της αυλης· και σταθεις επ' αυτης επεσεν επι τα γονατα αυτου ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ και εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον ουρανον,
14 και ειπε, Κυριε Θεε του Ισραηλ, δεν ειναι Θεος ομοιος σου εν τω ουρανω και επι της γης· οστις φυλαττεις την διαθηκην και το ελεος προς τους δουλους σου, τους περιπατουντας ενωπιον σου εν ολη τη καρδια αυτων·
15 οστις εφυλαξας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου οσα ελαλησας προς αυτον, και ελαλησας δια του στοματος σου και εξετελεσας δια της χειρος σου, καθως την ημεραν ταυτην.
16 Και τωρα, Κυριε Θεε του Ισραηλ, φυλαξον προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου εκεινο το οποιον υπεσχεθης προς αυτον, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ απ' εμπροσθεν μου καθημενος επι του θρονου του Ισραηλ, μονον εαν προσεχωσιν οι υιοι σου εις την οδον αυτων, δια να περιπατωσιν εις τον νομον μου, καθως συ περιεπατησας ενωπιον μου.
17 Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε του Ισραηλ, ας αληθευση ο λογος σου, τον οποιον ελαλησας προς τον δουλον σου τον Δαβιδ.
18 Αλλα θελει αληθως κατοικησει Θεος μετα ανθρωπου επι της γης; Ιδου, ο ουρανος, και ο ουρανος των ουρανων, δεν ειναι ικανοι να σε χωρεσωσι ποσον ολιγωτερον ο οικος ουτος, τον οποιον ωκοδομησα;
19 Πλην επιβλεψον επι την προσευχην του δουλου σου και επι την δεησιν αυτου, Κυριε Θεε μου, ωστε να επακουσης της κραυγης και της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου δεεται ενωπιον σου·
20 δια να ηναι οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι προς τον οικον τουτον ημεραν και νυκτα, προς τον τοπον περι του οποιου ειπας οτι θελεις θεσει το ονομα σου εκει, δια να επακουης της δεησεως την οποιαν ο δουλος σου θελει δεεσθαι εν τω τοπω τουτω.
21 Και επακουε των δεησεων του δουλου σου και του λαου σου Ισραηλ, οταν προσευχωνται εν τω τοπω τουτω· και ακουε συ εκ του τοπου της κατοικησεως σου, εκ του ουρανου· και ακουων, γινου ιλεως.
22 Εαν αμαρτηση ανθρωπος εις τον πλησιον αυτου και ζητηση ορκον παρ' αυτου δια να καμη αυτον να ορκισθη, και ο ορκος ελθη εμπροσθεν του θυσιαστηριου σου εν τω οικω τουτω,
23 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και ενεργησον και κρινον τους δουλους σου, ανταποδιδων μεν εις τον ανομον, ωστε να στρεψης κατα της κεφαλης αυτου την πραξιν αυτου, δικαιονων δε τον δικαιον, ωστε να αποδωσης εις αυτον κατα την δικαιοσυνην αυτου.
24 Και εαν κτυπηθη ο λαος σου Ισραηλ εμπροσθεν του εχθρου, διοτι ημαρτησαν εις σε, και επιστρεψωσι και δοξασωσι το ονομα σου και προσευχηθωσι και δεηθωσι προς σε εν τω οικω τουτω,
25 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν του λαου σου Ισραηλ, και επαναγαγε αυτους εις την γην την οποιαν εδωκας εις αυτους και εις τους πατερας αυτων.
26 Οταν ο ουρανος κλεισθη και δεν γινηται βροχη, διοτι ημαρτησαν εις σε, εαν προσευχηθωσι προς τον τοπον τουτον και δοξασωσι το ονομα σου και επιστρεψωσιν απο των αμαρτιων αυτων, αφου ταπεινωσης αυτους,
27 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν των δουλων σου και του λαου σου Ισραηλ, διδαξας αυτους την οδον την αγαθην εις την οποιαν πρεπει να περιπατωσι και δος βροχην επι την γην σου, την οποιαν εδωκας εις τον λαον σου δια κληρονομιαν.
28 Πεινα εαν γεινη εκ τη γη, θανατικον εαν γεινη, ανεμοφθορια και ερυσιβη, ακρις και βρουχος εαν γεινη, οι εχθροι αυτων εαν πολιορκησωσιν αυτους εν τω τοπω της κατοικιας αυτων, οποιαδηποτε πληγη και οποιαδηποτε νοσος γεινη,
29 πασαν προσευχην, πασαν δεησιν γινομενην υπο παντος ανθρωπου και υπο παντος του λαου σου Ισραηλ, οταν γνωριση εκαστος την πληγην αυτου και τον πονον αυτου και εκτεινη τας χειρας αυτου προς τον οικον τουτον,
30 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και συγχωρησον και δος εις εκαστον κατα πασας τας οδους αυτου, οπως γνωριζεις την καρδιαν αυτου, διοτι συ, μονος συ, γνωριζεις τας καρδιας των υιων των ανθρωπων·
31 δια να σε φοβωνται, ωστε να περιπατωσιν εν ταις οδοις σου πασας τας ημερας οσας ζωσιν επι προσωπου της γης, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας ημων.
32 Και τον ξενον ετι, οστις δεν ειναι εκ του λαου σου Ισραηλ, αλλ' ερχεται απο γης μακρας δια το ονομα σου το μεγα, και δια την χειρα σου την κραταιαν, και δια τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον, εαν ελθωσι και προσευχηθωσι προς τον οικον τουτον,
33 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, εκ του τοπου της κατοικησεως σου, και καμε κατα παντα περι οσων ο ξενος σε επικαλεσθη, δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης το ονομα σου και να σε φοβωνται, καθως ο λαος σου ο Ισραηλ, και δια να γνωρισωσιν οτι το ονομα σου εκληθη επι τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησα.
34 Οταν ο λαος σου εξελθη εις πολεμον εναντιον των εχθρων αυτων, δια της οδου δι' ης αποστειλης αυτους, και προσευχηθωσιν εις σε προς την πολιν ταυτην την οποιαν εξελεξας, και τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
35 τοτε επακουσον εκ του ουρανου της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων, και καμε το δικαιον αυτων.
36 Οταν αμαρτησωσιν εις σε, διοτι ουδεις ανθρωπος ειναι αναμαρτητος, και οργισθης εις αυτους, και παραδωσης αυτους εμπροσθεν του εχθρου, και οι αιχμαλωτισται φερωσιν αυτους αιχμαλωτους εις γην μακραν η πλησιον,
37 και ελθωσιν εις εαυτους εν τη γη οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και επιστρεψωσι και δεηθωσι προς σε εν τη γη της αιχμαλωσιας αυτων, λεγοντες, Ημαρτομεν, ηνομησαμεν και ηδικησαμεν·
38 και επιστρεψωσι προς σε εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, εν τη γη της αιχμαλωσιας αυτων οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και προσευχηθωσι προς την γην αυτων την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων, και την πολιν την οποιαν εξελεξας, και προς τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
39 τοτε επακουσον εκ του ουρανου, εκ του τοπου της κατοικησεως σου, της προσευχης αυτων και των δεησεων αυτων, και καμε το δικαιον αυτων και συγχωρησον εις τον λαον σου τον αμαρτησαντα εις σε.
40 Τωρα, Θεε μου, ας ηναι, δεομαι, ανεωγμενοι οι οφθαλμοι σου και προσεκτικα τα ωτα σου εις την προσευχην την γινομενην εν τω τοπω τουτω.
41 Και τωρα, αναστηθι, Κυριε Θεε, εις την αναπαυσιν σου, συ και η κιβωτος της δυναμεως σου· οι ιερεις σου, Κυριε Θεε, ας ενδυθωσι σωτηριαν, και οι οσιοι σου ας ευφρανθωσιν εν αγαθοις.
42 Κυριε Θεε, μη απορριψης το προσωπον του κεχρισμενου σου. ενθυμηθητι τα ελεη Δαβιδ του δουλου σου.
1 E Salomão exclamou: "O Senhor disse que habitaria numa nuvem escura!
2 Na realidade construí para ti um templo magnífico, um lugar para nele habitares para sempre! "
3 Depois o rei virou-se e abençoou toda a assembléia de Israel, que estava ali de pé.
4 E disse: "Bendito seja o Senhor, o Deus de Israel, que por suas mãos cumpriu o que prometeu com sua própria boca a meu pai Davi, quando lhe disse:
5 ‘Desde o dia em que tirei meu povo do Egito, não escolhi nenhuma cidade das tribos de Israel para nela construir um templo em honra do meu nome, nem escolhi ninguém para ser o líder do meu povo Israel.
6 Mas, agora, escolhi Jerusalém para o meu nome ali estar e escolhi Davi para governar Israel, o meu povo’.
7 "Meu pai Davi tinha no coração o propósito de construir um templo em honra do nome do Senhor, o Deus de Israel.
8 Mas o Senhor lhe disse: ‘Você fez bem em ter no coração o plano de construir um templo em honra do meu nome;
9 no entanto, não será você que o construirá, mas o seu filho, que procederá de você; ele construirá o templo em honra do meu nome’.
10 "E o Senhor cumpriu a sua promessa. Sou o sucessor de meu pai Davi, e agora ocupo o trono de Israel, como o Senhor tinha prometido, e construí o templo em honra do nome do Senhor, o Deus de Israel.
11 Coloquei nele a arca, na qual estão as tábuas da aliança do Senhor, aliança que ele fez com os israelitas".
12 Depois Salomão colocou-se diante do altar do Senhor, diante de toda a assembléia de Israel, e levantou as mãos para orar.
13 Ele havia mandado fazer uma plataforma de bronze com dois metros e vinte e cinco centímetros de comprimento e de largura, e um metro e trinta e cinco centímetros de altura, no centro do pátio externo. Ele ficou de pé na plataforma, depois ajoelhou-se diante de toda a assembléia de Israel, levantou as mãos para o céu,
14 e orou: "Senhor, Deus de Israel, não há Deus como tu nos céus e na terra! Tu que guardas a tua aliança de amor com os teus servos que, de todo o coração, andam segundo a tua vontade.
15 Cumpriste a tua promessa a teu servo Davi, meu pai; com tua boca prometeste e com tua mão a cumpriste, conforme hoje se vê.
16 "Agora, Senhor, Deus de Israel, cumpre a outra promessa que fizeste a teu servo Davi, meu pai, quando disseste: ‘Você nunca deixará de ter, diante de mim, um descendente que se assente no trono de Israel, se tão-somente os seus descendentes tiverem o cuidado de, em tudo, andarem segundo a minha lei, como você tem feito’.
17 Agora, ó Senhor, Deus de Israel, que se confirme a palavra que falaste a teu servo Davi.
18 "Mas será possível que Deus habite na terra com os homens? Os céus, mesmo os mais altos céus, não podem conter-te. Muito menos este templo que construí!
19 Ainda assim, atende à oração do teu servo e ao seu pedido de misericórdia, ó Senhor, meu Deus. Ouve o clamor e a oração que teu servo faz hoje na tua presença.
20 Estejam os teus olhos voltados dia e noite para este templo, lugar do qual disseste que nele porias o teu nome, para que ouças a oração que o teu servo fizer voltado para este lugar.
21 Ouve as súplicas do teu servo e de Israel, teu povo, quando orarem voltados para este lugar. Ouve desde os céus, lugar da tua habitação, e quando ouvires, dá-lhes o teu perdão.
22 "Quando um homem pecar contra seu próximo e tiver que fazer um juramento, e vier jurar diante do teu altar neste templo,
23 ouve dos céus e age. Julga os teus servos; retribui ao culpado, fazendo recair sobre a sua própria cabeça o resultado da sua conduta, e declara sem culpa o inocente, dando-lhe o que a sua inocência merece.
24 "Quando Israel, o teu povo, for derrotado por um inimigo por ter pecado contra ti, e voltar-se para ti e invocar o teu nome, orando e suplicando a ti neste templo,
25 ouve dos céus e perdoa o pecado de Israel, teu povo, e traze-o de volta à terra que deste a ele e aos seus antepassados.
26 "Quando fechar-se o céu, e não houver chuva por haver o teu povo pecado contra ti, e, se o teu povo, voltado para este lugar, invocar o teu nome e afastar-se do seu pecado por o haveres castigado,
27 ouve dos céus e perdoa o pecado dos teus servos, do teu povo Israel. Ensina-lhes o caminho certo e envia chuva sobre a tua terra, que deste por herança ao teu povo.
28 "Quando houver fome ou praga no país, ferrugem e mofo, gafanhotos peregrinos e gafanhotos devastadores, ou quando inimigos sitiarem suas cidades, quando, em meio a qualquer praga ou epidemia,
29 uma oração ou uma súplica por misericórdia for feita por um israelita ou por todo o teu povo Israel, cada um sentindo as suas próprias aflições e dores, estendendo as mãos na direção deste templo,
30 ouve dos céus, o lugar da tua habitação. Perdoa e trata cada um de acordo com o que merece, visto que conheces o seu coração. Sim, só tu conheces o coração do homem.
31 Assim eles te temerão, e andarão segundo a tua vontade durante todo o tempo em que viverem na terra que deste aos nossos antepassados.
32 "Quanto ao estrangeiro, que não pertence a teu povo Israel, e que veio de uma terra distante por causa do teu grande nome, da tua mão poderosa e do teu braço forte; quando ele vier e orar voltado para este templo,
33 ouve dos céus, lugar da tua habitação, e atende o pedido do estrangeiro, a fim de que todos os povos da terra conheçam o teu nome e te temam, como faz Israel, teu povo, e saibam que este templo que construí traz o teu nome.
34 "Quando o teu povo for à guerra contra os seus inimigos, por onde quer que tu o enviares, e orar a ti, voltado para a cidade que escolheste e para o templo que construí em honra do teu nome,
35 então ouve dos céus a sua oração e a sua súplica, e defende a sua causa.
36 "Quando pecarem contra ti, pois não há ninguém que não peque, e ficares irado com eles e os entregares ao inimigo, que os leve prisioneiros para uma terra distante ou próxima;
37 se eles caírem em si, na terra para a qual foram deportados, e se arrependerem e lá orarem: ‘Pecamos, praticamos o mal e fomos rebeldes’;
38 e se lá eles se voltarem para ti de todo o coração e de toda a sua alma, na terra de seu cativeiro para onde foram levados, e orarem voltados para a terra que deste aos seus antepassados, para a cidade que escolheste e para o templo que construí em honra do teu nome,
39 então, dos céus, lugar da tua habitação, ouve a sua oração e a sua súplica, e defende a sua causa. Perdoa o teu povo, que pecou contra ti.
40 "Assim, meu Deus, que os teus olhos estejam abertos e teus ouvidos atentos às orações feitas neste lugar.
41 "Agora, levanta-te, ó Senhor, ó Deus, e vem para o teu lugar de descanso, tu e a arca do teu poder. Estejam os teus sacerdotes vestidos de salvação, ó Senhor, ó Deus; que os teus santos se regozijem em tua bondade.
42 Ó Senhor, ó Deus, não rejeites o teu ungido. Lembra-te da fidelidade prometida a teu servo Davi".