1 Dá gritos de alegria, estéril, tu que não tens filhos; entoa cânticos de júbilo, tu que não dás à luz, porque os filhos da desamparada serão mais numerosos do que os da mulher casada, declara o Senhor.
2 Amplia o espaço da tua tenda, desdobra sem constrangimento as telas que te abrigam, alonga tuas cordas, consolida tuas estacas,
3 pois deverás estender-te à direita e à esquerda; teus descendentes vão invadir as nações, povoar as cidades desertas.
4 Nada temas, não serás desapontada. Não te sintas perturbada, não terás do que te envergonhar, porque vais esquecer-te da vileza de tua mocidade. Já não te lembrarás do opróbrio de tua viuvez,
5 pois teu esposo é o teu Criador: chama-se o Senhor dos exércitos; teu Redentor é o Santo de Israel: chama-se o Deus de toda a terra.
6 Como uma mulher abandonada e aflita, eu te chamo. Pode-se repudiar uma mulher desposada na juventude? - diz o Senhor teu Deus.
7 Por um momento eu te havia abandonado, mas com profunda afeição eu te recebo de novo.
8 Num acesso de cólera volvi de ti minha face. Mas no meu eterno amor, tenho compaixão de ti.
9 Vou fazer hoje como no tempo de Noé: tal como jurei então que o dilúvio de Noé não mais se abateria sobre a terra, do mesmo modo faço juramento de não mais me irritar contra ti, e de nunca mais te atemorizar.
10 Mesmo que as montanhas oscilassem e as colinas se abalassem, jamais meu amor te abandonará e jamais meu pacto de paz vacilará, diz o Senhor que se compadeceu de ti.
11 Infeliz, sacudida pela tempestade e sem alívio, eis que te vou construir em pedra de jaspe e preparar teus alicerces de safira.
12 Farei tuas ameias de rubis, as portas de cristal, e todo um recinto de pedras preciosas.
13 Todos os teus filhos serão instruídos pelo Senhor, e a felicidade deles será grande; tu serás fundada sobre a justiça.
14 Serás isenta de qualquer opressão, nada terás a temer, e de todo o terror, pois não poderá atingir-te.
15 Se te atacarem, não será de minha parte; teus agressores sucumbirão diante de ti.
16 De fato, fui eu quem criou o ferreiro, que sopra sobre o fogo de brasas e dele tira as armas trabalhadas pela sua arte; também fui eu quem criou os demolidores para destruir:
17 qualquer arma forjada contra ti, ver-se-á destinada ao insucesso, e na justiça ganharás causa de qualquer língua que quiser acusar-te. Tal é o apanágio dos servos do Senhor, tal é o triunfo que lhes reservo, diz o Senhor.
1 Ευφρανθητι, στειρα, η μη τικτουσα· αναβοησον εν αγαλλιασει και τερπου, η μη ωδινουσα· διοτι πλειοτερα ειναι τα τεκνα της ηρημωμενης παρα τα τεκνα της εχουσης τον ανδρα, λεγει Κυριος.
2 Πλατυνον τον τοπον της σκηνης σου και ας εκτεινωσι τα παραπετασματα των κατοικιων σου· μη φεισθης· μακρυνον τα σχοινια σου και στερεωσον τους πασσαλους σου.
3 Διοτι θελεις εκταθη εις τα δεξια και εις τα αριστερα· και το σπερμα σου θελει κληρονομησει τα εθνη και θελει καμει τας ηρημωμενας πολεις να κατοικισθωσι.
4 Μη φοβου· διοτι δεν θελεις καταισχυνθη· μηδε εντρεπου· διοτι δεν θελεις αισχυνθη· διοτι θελεις λησμονησει την αισχυνην της νεοτητος σου και δεν θελεις ενθυμηθη πλεον το ονειδος της χηρειας σου.
5 Διοτι ο ανηρ σου ειναι ο Ποιητης σου· το ονομα αυτου ειναι, Ο Κυριος των δυναμεων· και ο Λυτρωτης σου ειναι ο Αγιος του Ισραηλ· αυτος θελει ονομασθη, Ο Θεος πασης της γης.
6 Διοτι ο Κυριος σε εκαλεσεν ως γυναικα εγκαταλελειμμενην και τεθλιμμενην το πνευμα και γυναικα νεοτητος αποβεβλημενην, λεγει ο Θεος σου.
7 Σε εγκατελιπον δια ολιγον καιρον· πλην με ελεος μεγα θελω σε περισυναξει.
8 Εν θυμω μικρω εκρυψα το προσωπον μου απο σου δια μιαν στιγμην· με ελεος ομως αιωνιον θελω σε ελεησει, λεγει Κυριος ο Λυτρωτης σου.
9 Διοτι τουτο ειναι εις εμε ως τα υδατα του Νωε· επειδη, καθως ωμοσα οτι τα υδατα του Νωε δεν θελουσιν επελθει πλεον επι την γην, ουτως ωμοσα οτι δεν θελω θυμωθη πλεον κατα σου ουδε σε ελεγξει.
10 Διοτι τα ορη θελουσι μετατοπισθη και οι λοφοι μετακινηθη· πλην το ελεος μου δεν θελει εκλειψει απο σου ουδε η διαθηκη της ειρηνης μου μετακινηθη, λεγει Κυριος ο ελεων σε.
11 Ω τεθλιμμενη, τεταραγμενη, απαρηγορητος, ιδου, εγω θελω στρωσει τους λιθους σου εκ μαρμαρων πορφυρων και θελω βαλει τα θεμελια σου εκ σαπφειρων.
12 Και θελω καμει τας επαλξεις σου εξ αχατου και τας πυλας σου εξ ανθρακων και απαντα τον περιβολον σου εκ λιθων εκλεκτων.
13 Παντες δε οι υιοι σου θελουσιν εισθαι διδακτοι του Κυριου, και θελει εισθαι μεγαλη η ειρηνη των υιων σου.
14 Εν δικαιοσυνη θελεις στερεωθη· μακραν απο της καταδυναστειας θελεις εισθαι, διοτι δεν θελεις φοβεισθαι· και απο του τρομου, διοτι δεν θελει σε πλησιασει.
15 Ιδου, βεβαιως θελουσι συναχθη ομου εναντιον σου, πλην ουχι δι' εμου· Οσοι συναχθωσιν ομου εναντιον σου, ενεκα σου, θελουσι πεσει.
16 Ιδου, εγω εκαμον τον χαλκεα, οστις φυσα τους ανθρακας εν τω πυρι και εξαγει το εργαλειον δια το εργον αυτου· και εγω εκαμον τον πορθητην δια να καταστρεφη.
17 Ουδεν οπλον κατασκευασθεν εναντιον σου θελει ευοδωθη· και πασαν γλωσσαν, ητις ηθελε κινηθη κατα σου, θελεις νικησει εν τη κρισει. Αυτη ειναι η κληρονομια των δουλων του Κυριου· και η δικαιοσυνη αυτων ειναι εξ εμου, λεγει ο Κυριος.